-
1 εὔφρων
aI of gods, gracious, kindἀλλ' ὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας, εὔφρων ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον O. 2.14
θεὸς εὔφρων εἴη λοιπαῖς εὐχαῖς O. 4.12
νιν εὔφρων δέξεται P. 9.73
II of men, merry [ εὔφρονος Κάδμοιο (Π: εὐθρόνοις codd.) O. 2.22]ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι σὺν καλάμοιο βοᾷ θεὸν δέκονται N. 5.38
ἐύφ[ρον]α λαόν (dubitanter coni. Erbse) Πα.. 1. τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ Παρθ. 2. 67.b of things, kindly, benevolentΜοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.36
πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις O. 7.63
ἐκάλει νύκτας τε καὶ πόντου κελεύθους ἄματά τ' εὔφρονα pr. P. 4.196 ὁ δὲ λοιπὸς εὔφρων ποτὶ χρόνος ἕρποι pr. N. 7.67 [ εὐφρόνων πόνων ( εὐφόρων v. l.) N. 10.24]εὔφρον' ἐς οἶκον Pae. 6.115
c frag. ] εὔφρων γαρ[ P. Oxy. 1892. fr. 41. -
2 εὔθρονος
εὔθρονος, -ον1 on splendid thrones εὐθρόνοις Κάδμοιο κούραις (εὔφρονος Π.) O. 2.22 “ εὐθρόνοις ὥραισι” P. 9.60εὐθρόνου Κλεοῦς N. 3.83
Ἀφροδίτας εὐθρόνου I. 2.5
]εὐθρονῳ[ Θρ. 2. 2.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский